- πεμπταΐζω
- πεμπτ-αΐζω, part. -αΐζοντεςA on the fifthday, Thd.Ex.13.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεμπταΐζω — Α [πεμπταίος] (μόνο στη μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ.) πεμπταΐζοντες κατά την πέμπτη ημέρα … Dictionary of Greek